- κατήφειαν
- κατήφειαdejectionfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… … Dictionary of Greek
μετενδιδύσκω — (Μ) 1. αλλάζω στολή, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα 2. (το μέσ.) μετενδιδύσκομαι μτφ. αλλάζω κάτι, αποβάλλω κάτι («τὴν κατήφειαν μετενδιδυσκόμενοι εὐφροσύνης ἀγαλλιάματι», Θεόδ. Στουδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐνδιδύσκω «ντύνω»] … Dictionary of Greek
ЕВФИМИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Εὐθύμιος ὁ Μέγας] (ок. 377 20.01.473), прп. (пам. 20 янв.), один из основателей палестинского монашества, оказавший значительное влияние на его последующее развитие. Главным источником, содержащим сведения о жизни Е. В., является его Житие … Православная энциклопедия